- καποντόπερα
- (λέξη χωρίς γένος και αριθμό, η οποία χρησιμοποιείται κωμικά) εκπληκτικός, εξωφρενικός, παράδοξος («αυτό το ανέκδοτο είναι καποντόπερα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. capo d’ opera «αριστούργημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.